- μπόρσα
- η (Μ μπόρσα)βλ. μπούρσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπούρσα — και μπόρσα και μπρούσα, η (Μ μπόρσα) νεοελλ. 1. το χρηματοφυλάκιο 2. το χρηματιστήριο μσν. 1. πουγγί 2. σακούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. borsa «πουγγί»] … Dictionary of Greek
Argos-Mykene — Gemeinde Argos Mykene (Δήμος Άργους Μυκηνών) … Deutsch Wikipedia
Βοημούνδος — (Bohemond). Εξελληνισμένο όνομα ηγεμόνων της Αντιόχειας και κομητών της Τρίπολης της Συρίας. 1. Β. Α’ (1050 – 1111). Ηγεμόνας της Αντιόχειας (1098 1104) και ένας από τους αρχηγούς της Α’ Σταυροφορίας. Πρωτότοκος γιος του Ροβέρτου Γυισκάρδου,… … Dictionary of Greek
Μυκηναίων, δήμος — Νέος δήμος του νομού Αργολίδας, που συστάθηκε με το σχέδιο «Καποδίστριας» και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Μυκηνών, .Λιμνών, Νέου Ηραίου, Μοναστηρακίου, Μπόρσα, Προσύμνης και Φιχτίου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… … Dictionary of Greek